νουνεχεια

νουνεχεια
    νουνέχεια
    νουν-έχεια
    ἥ благоразумие, рассудительность
    

(ν. καὴ ἐπιδεξιότης Polyb.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "νουνεχεια" в других словарях:

  • νουνεχείᾳ — νουνεχείᾱͅ , νουνέχεια good sense fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουνέχεια — good sense fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουνέχεια — η (Α νουνέχεια) [νουνεχής] σύνεση, φρονιμάδα …   Dictionary of Greek

  • νουνεχείας — νουνεχείᾱς , νουνέχεια good sense fem acc pl νουνεχείᾱς , νουνέχεια good sense fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουνέχειαν — νουνέχεια good sense fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντελέχεια — Όρος που χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης κατ’ αντιδιαστολή προς τη δύναμη, για να υποδηλώσει μια πραγματικότητα, που έφτασε στον ανώτερο βαθμό ανάπτυξής της. Σε ορισμένες περιπτώσεις η ε. ταυτίζεται με την ενέργεια, αλλά συχνότερα διακρίνεται από… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»